- σανσκριτικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κλασική γλώσσα τών αρχαίων Ινδών2. το θηλ. ως ουσ. η Σανσκριτικήγλωσσ. η κλασική ινδική γλώσσα, φιλολογικά επεξεργασμένη, η οποία θεωρείται πολύ σημαντική, λόγω τού ότι σ' αυτήν είναι γραμμένα τα αρχαιότερα θρησκευτικά κείμενα τών Ινδών, καί τής οποίας η πιο παλαιά μορφή είναι εκείνη που περιέχεται στις Βέδες, τα λατρευτικά κείμενα τής Ινδίας, τα οποία κατά το μεγαλύτερο μέρος τους χρονολογούνται στη 2η π.Χ. χιλιετία3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Σανσκριτικάη σανσκριτική γλώσσα, τα αρχαία Ινδικά4. φρ. «σανσκριτική λογοτεχνία» — το σώμα τών κειμένων που είναι γραμμένα σε σανσκριτική γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sanskrit < αρχ. ινδ. samskrta «προετοιμασμένος, καλλιεργημένος, κανονισμένος» < sam «μαζί» + karoti «αυτός κάνει». Η σανσκριτική ονομάστηκε έτσι διότι αποτελεί την κανονισμένη, τεχνητά ενοποιημένη μορφή τής αρχαίας Ινδικής, όπως προέκυψε μετά τη γραμματική τακτοποίηση και τη συστηματική περιγραφή τής δομής της από τον Ινδό γραμματικό Πανίνι. Η λ. μαρτυρείται από το 1803 στον Κ. Οικονόμο].
Dictionary of Greek. 2013.